- εκτάδην
- επίρρ. (AM ἐκτάδην και μτγνἐκταδὸν και ποιητ. τ. ἐκταδά)κατ' έκταση, φαρδιά πλατιά, ξαπλωτά («ἐκτεταμένως, ἡπλωμένως», Σούδ.«ἐκτάδην ἐκείμην ὑποβολιμαῑος ἀντ' ἐκείνου νεκρός» — ήμουν ξαπλωμένος καταγής νεκρός αντί για κείνον, Λουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.